lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

περιορίζω στα γαλλικά

Λέξη:
περιορίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (14):
abstenir, arrêter, borner, brider, comprimer, délimiter, gêner, inhiber, limiter, restreindre, retenir, rogner, réprimer, rétrécir
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά περιορίζω, περιοριζω συνώνυμο, περιορίζω συνώνυμα, περιορίζω στα αγγλικά, περιορίζω αντώνυμο, περιορίζω αντιθετο, περιορίζω στα γαλλικά, abstenir στα ελληνικά
περιορίζω στα γαλλικά