lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

περιορίζω στα νορβηγικά

Λέξη:
περιορίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (6):
begrense, forminske, innskrenke, rasjonere, avstå, stønna
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά περιορίζω, περιοριζω συνώνυμο, περιορίζω συνώνυμα, περιορίζω στα αγγλικά, περιορίζω αντώνυμο, περιορίζω αντιθετο, περιορίζω στα νορβηγικά, begrense στα ελληνικά
περιορίζω στα νορβηγικά