lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

περιορίζω στα ρωσικά

Λέξη:
περιορίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (4):
ограничивать, приостанавливать, сдерживать, удерживать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά περιορίζω, περιοριζω συνώνυμο, περιορίζω συνώνυμα, περιορίζω στα αγγλικά, περιορίζω αντώνυμο, περιορίζω αντιθετο, περιορίζω στα ρωσικά, ограничивать στα ελληνικά
περιορίζω στα ρωσικά