lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

περιορίζω στα ιταλικά

Λέξη:
περιορίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (11):
arrestare, astenersi, delimitare, inibire, limitare, reprimere, restringere, ridurre, ritenere, smettere, trattenere
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά περιορίζω, περιοριζω συνώνυμο, περιορίζω συνώνυμα, περιορίζω στα αγγλικά, περιορίζω αντώνυμο, περιορίζω αντιθετο, περιορίζω στα ιταλικά, arrestare στα ελληνικά
περιορίζω στα ιταλικά