lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

περιορίζω στα φινλανδικά

Λέξη:
περιορίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (5):
rajoittaa, supistaa, vähentää, pidättää, tukahduttaa
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά περιορίζω, περιοριζω συνώνυμο, περιορίζω συνώνυμα, περιορίζω στα αγγλικά, περιορίζω αντώνυμο, περιορίζω αντιθετο, περιορίζω στα φινλανδικά, rajoittaa στα ελληνικά
περιορίζω στα φινλανδικά