lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

περιορίζω στα τσεχική

Λέξη:
περιορίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (38):
bránit, delimitovat, držet, inhibovat, krotit, krátit, limitovat, napravit, odkysličovat, ohraničit, omezit, omezovat, oříznout, podmanit, podrobit, podržet, ponechat, potlačit, potlačovat, pozdržet, překážet, přerušit, přidržet, redukovat, snižovat, snížit, stlačit, svírat, tísnit, vadit, vymezit, zadržet, zarazit, zastavit, zdržet, zkrátit, zmenšit, zmenšovat
Σχετικές λέξεις:
τσεχική περιορίζω, περιοριζω συνώνυμο, περιορίζω συνώνυμα, περιορίζω στα αγγλικά, περιορίζω αντώνυμο, περιορίζω αντιθετο, περιορίζω στα τσεχική, bránit στα ελληνικά
περιορίζω στα τσεχική