lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

περιορίζω στα πορτογαλικά

Λέξη:
περιορίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (16):
abastecesse, abreviar, coibir, delimitar, demarcar, deter, interromper, limitar, mensurar, moderar, parar, parares, prender, reportar, reprimir, restringir
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά περιορίζω, περιοριζω συνώνυμο, περιορίζω συνώνυμα, περιορίζω στα αγγλικά, περιορίζω αντώνυμο, περιορίζω αντιθετο, περιορίζω στα πορτογαλικά, abastecesse στα ελληνικά
περιορίζω στα πορτογαλικά