lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

περιορίζω στα γερμανικά

Λέξη:
περιορίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (12):
abbrechen, abhalten, aufhalten, begrenzen, beschränken, drosseln, einhalten, einschränken, halten, limitieren, unterdrücken, zügeln
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά περιορίζω, περιοριζω συνώνυμο, περιορίζω συνώνυμα, περιορίζω στα αγγλικά, περιορίζω αντώνυμο, περιορίζω αντιθετο, περιορίζω στα γερμανικά, abbrechen στα ελληνικά
περιορίζω στα γερμανικά