lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

περιορίζω στα λευκορωσίας

Λέξη:
περιορίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (5):
абмяжоўваць, вылічаць, вылічваць, стрымліваць, утрымліваць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας περιορίζω, περιοριζω συνώνυμο, περιορίζω συνώνυμα, περιορίζω στα αγγλικά, περιορίζω αντώνυμο, περιορίζω αντιθετο, περιορίζω στα λευκορωσίας, абмяжоўваць στα ελληνικά
περιορίζω στα λευκορωσίας