lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δυνατός στα γερμανικά

Λέξη:
δυνατός (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (28):
derb, fest, gehörig, gesund, gewaltig, gewaltsam, haltbar, handfest, hart, heftig, hochgradig, kraftvoll, kräftig, massiv, mächtig, nachdrücklich, robust, rüstig, scharf, solide, stark, stramm, stämmig, ungestüm, widerstandsfähig, wirksam, wirkungsvoll, wuchtig
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά δυνατός, δυνατός χτύπος καρδιάς, δυνατός χαρακτήρας, δυνατός συνώνυμα, δυνατός πόνος στο στομάχι, δυνατός πονοκέφαλος, δυνατός στα γερμανικά, derb στα ελληνικά
δυνατός στα γερμανικά