lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δυνατός στα ρωσικά

Λέξη:
δυνατός (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (22):
грандиозен, грандиозный, громадный, дюжий, здоровый, крепкий, крепок, маломощен, могуч, могучий, могуществен, могущественный, могущий, мощен, мощный, насильственный, неистовый, огромный, острый, силен, сильный, сногсшибательный
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά δυνατός, δυνατός χτύπος καρδιάς, δυνατός χαρακτήρας, δυνατός συνώνυμα, δυνατός πόνος στο στομάχι, δυνατός πονοκέφαλος, δυνατός στα ρωσικά, грандиозен στα ελληνικά
δυνατός στα ρωσικά