lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δυνατός στα δανική

Λέξη:
δυνατός (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (22):
bastant, diger, enorm, fast, fyldig, handlekraftig, heftig, høj, intens, intensiv, kan, kraftig, massiv, robust, solid, stabil, stadig, stork, stærk, tyk, uhyre, voldsom
Σχετικές λέξεις:
δανική δυνατός, δυνατός χτύπος καρδιάς, δυνατός χαρακτήρας, δυνατός συνώνυμα, δυνατός πόνος στο στομάχι, δυνατός πονοκέφαλος, δυνατός στα δανική, bastant στα ελληνικά
δυνατός στα δανική