lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δυνατός στα σουηδικά

Λέξη:
δυνατός (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (17):
bastant, befäst, diger, enorm, fast, intensiv, kan, kraftig, mäktig, rejäl, robust, solid, stabil, stadig, stark, styrk, velig
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά δυνατός, δυνατός χτύπος καρδιάς, δυνατός χαρακτήρας, δυνατός συνώνυμα, δυνατός πόνος στο στομάχι, δυνατός πονοκέφαλος, δυνατός στα σουηδικά, bastant στα ελληνικά
δυνατός στα σουηδικά