lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εξουσία στα νορβηγικά

Λέξη:
εξουσία (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (23):
autorisasjon, autoritet, behørighet, bemyndigelse, dyktighet, effekt, fasthet, fullmakt, hold, kraft, makt, mandat, myndighet, potens, regjering, respekt, rike, stormakt, styrka, styrke, velde, åndsevne, øvrighet
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά εξουσία, εξουσία τι μπάλα παίζεις, εξουσία συνώνυμο, εξουσία συνώνυμα, εξουσία ορισμός, εξουσία και οργάνωση-διοίκηση του εκπαιδευτικού συστήματος, εξουσία στα νορβηγικά, autorisasjon στα ελληνικά
εξουσία στα νορβηγικά