lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

οικιακός στα πορτογαλικά

Λέξη:
οικιακός (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (19):
casa, caseiro, criada, dentro, domicilio, doméstico, familiar, família, habitação, indígena, interior, interna, interno, intestino, morada, murcharia, nacional, tripa, íntimo
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά οικιακός, οικιακός μύλος για αλεύρι, οικιακός μύλος αλευριού, οικιακός κομποστοποιητής, οικιακός εξοπλισμός, οικιακός γραμματισμός, οικιακός στα πορτογαλικά, casa στα ελληνικά
οικιακός στα πορτογαλικά