lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

οικιακός στα δανική

Λέξη:
οικιακός (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (15):
bolig, bopæl, familie, hjem, hjemlig, hus, husholdning, huslig, husstand, indenfor, indfødt, indre, intern, tarm, tjener
Σχετικές λέξεις:
δανική οικιακός, οικιακός μύλος για αλεύρι, οικιακός μύλος αλευριού, οικιακός κομποστοποιητής, οικιακός εξοπλισμός, οικιακός γραμματισμός, οικιακός στα δανική, bolig στα ελληνικά
οικιακός στα δανική