οικιακός στα αγγλικά οικιακός στα τσεχική οικιακός στα γερμανικά οικιακός στα δανική οικιακός στα ισπανικά οικιακός στα γαλλικά οικιακός στα ιταλικά οικιακός στα νορβηγικά οικιακός στα ρωσικά οικιακός στα σουηδικά οικιακός στα αλβανικά οικιακός στα λευκορωσίας οικιακός στα εσθονική οικιακός στα φινλανδικά οικιακός στα κροατικά οικιακός στα ουγγρική οικιακός στα λιθουανική οικιακός στα πορτογαλικά οικιακός στα σλοβενική οικιακός στα ουκρανικά οικιακός στα πολωνική
ελάττωμα στα ισπανικά ανάβω στα πορτογαλικά υπομονή στα σλοβακική οξυγόνο στα πολωνική αναμμένος στα ισπανικά
οξυγόνο 2003 πραγματικό ελάττωμα ανάβω φωτιά αναμμένος βικιλεξικο υπομονή ετυμολογία