lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

οικιακός στα ιταλικά

Λέξη:
οικιακός (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (15):
casa, casalingo, dentro, domestica, domestico, famiglia, indigeno, inserviente, interiore, interno, intestino, intimo, nazionale, serva, statale
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά οικιακός, οικιακός μύλος για αλεύρι, οικιακός μύλος αλευριού, οικιακός κομποστοποιητής, οικιακός εξοπλισμός, οικιακός γραμματισμός, οικιακός στα ιταλικά, casa στα ελληνικά
οικιακός στα ιταλικά