lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

οικιακός στα αγγλικά

Λέξη:
οικιακός (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (30):
confidential, domestic, home, home-made, homelike, homely, homemade, homey, household, housemaid, in-house, inboard, indoor, inland, inner, inside, interim, interior, internal, intestine, intrinsic, inward, maid, maid-servant, maidservant, national, native, pacific, ventral, vernacular
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά οικιακός, οικιακός μύλος για αλεύρι, οικιακός μύλος αλευριού, οικιακός κομποστοποιητής, οικιακός εξοπλισμός, οικιακός γραμματισμός, οικιακός στα αγγλικά, confidential στα ελληνικά
οικιακός στα αγγλικά