lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

οικιακός στα ρωσικά

Λέξη:
οικιακός (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (12):
внутренний, внутри, горничная, дом, домашний, домовый, комнатный, народный, национальный, нутряной, семья, служанка
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά οικιακός, οικιακός μύλος για αλεύρι, οικιακός μύλος αλευριού, οικιακός κομποστοποιητής, οικιακός εξοπλισμός, οικιακός γραμματισμός, οικιακός στα ρωσικά, внутренний στα ελληνικά
οικιακός στα ρωσικά