lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

οικιακός στα νορβηγικά

Λέξη:
οικιακός (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (17):
familie, hjem, hjemlig, hus, husholdning, huslig, indre, inne, innendørs, innenlandsk, innfødt, innvendig, innvortes, intern, nasjonal, slekt, tarm
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά οικιακός, οικιακός μύλος για αλεύρι, οικιακός μύλος αλευριού, οικιακός κομποστοποιητής, οικιακός εξοπλισμός, οικιακός γραμματισμός, οικιακός στα νορβηγικά, familie στα ελληνικά
οικιακός στα νορβηγικά