lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

οικιακός στα ουκρανικά

Λέξη:
οικιακός (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (11):
близький, будинковий, властивий, внутрішньодержавний, внутрішній, домашній, затишний, притаманний, хатній, інтимний, істотний
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά οικιακός, οικιακός μύλος για αλεύρι, οικιακός μύλος αλευριού, οικιακός κομποστοποιητής, οικιακός εξοπλισμός, οικιακός γραμματισμός, οικιακός στα ουκρανικά, близький στα ελληνικά
οικιακός στα ουκρανικά