lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μονοπάτι στα δανική

Λέξη:
μονοπάτι (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (19):
allé, banan, bane, fil, gade, gang, gangsti, led, linje, rejse, rute, spor, spår, sti, stig, tur, veg, vej, vi
Σχετικές λέξεις:
δανική μονοπάτι, μονοπάτι του κάκαβου, μονοπάτι του διαβόλου, μονοπάτι σιδηροδρομικών, μονοπάτι παρνασσού 2014, μονοπάτι παλιάς καβάλας, μονοπάτι στα δανική, allé στα ελληνικά
μονοπάτι στα δανική