lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μονοπάτι στα ουγγρική

Λέξη:
μονοπάτι (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (9):
keréktávolság, ösvény, pálya, út, útvonal, csapás, röppálya, tórium, sugárút
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική μονοπάτι, μονοπάτι του κάκαβου, μονοπάτι του διαβόλου, μονοπάτι σιδηροδρομικών, μονοπάτι παρνασσού 2014, μονοπάτι παλιάς καβάλας, μονοπάτι στα ουγγρική, keréktávolság στα ελληνικά
μονοπάτι στα ουγγρική