lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σαλεύω στα δανική

Λέξη:
σαλεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (6):
bevæge, flytte, røre, rørelse, berøre, berøring
Σχετικές λέξεις:
δανική σαλεύω, σαλεύω στα δανική, bevæge στα ελληνικά
σαλεύω στα δανική