lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σαλεύω στα λευκορωσίας

Λέξη:
σαλεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (5):
пхаць, соваць, соўгаць, цягнуць, штурхаць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας σαλεύω, σαλεύω στα λευκορωσίας, пхаць στα ελληνικά
σαλεύω στα λευκορωσίας