lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σαλεύω στα ουγγρική

Λέξη:
σαλεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (3):
érint, megmozgat, mozdítani
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική σαλεύω, σαλεύω στα ουγγρική, érint στα ελληνικά
σαλεύω στα ουγγρική