lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σαλεύω στα ουκρανικά

Λέξη:
σαλεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (13):
ворушити, ворушитися, ворушіння, двигати, заохочувати, збуджувати, збудити, посувати, просувати, рухайте, рухати, стимулювати, схиляти
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά σαλεύω, σαλεύω στα ουκρανικά, ворушити στα ελληνικά
σαλεύω στα ουκρανικά