lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σαλεύω στα πορτογαλικά

Λέξη:
σαλεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (14):
abalar, agitar, circular, comover, emocionar, matizar, menear, mexer, mover, mudar, remover, tocar, toque, vacilar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά σαλεύω, σαλεύω στα πορτογαλικά, abalar στα ελληνικά
σαλεύω στα πορτογαλικά