lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σαλεύω στα ιταλικά

Λέξη:
σαλεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (7):
commuovere, dimenare, mescolare, muovere, muoversi, tastare, toccare
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά σαλεύω, σαλεύω στα ιταλικά, commuovere στα ελληνικά
σαλεύω στα ιταλικά