lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σαλεύω στα ισπανικά

Λέξη:
σαλεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ισπανικά
Μεταφράσεις (14):
afectar, agitar, arrancar, atizar, circular, conmover, emocionar, estremecer, impulsar, mover, moverse, remover, tocar, toque
Σχετικές λέξεις:
ισπανικά σαλεύω, σαλεύω στα ισπανικά, afectar στα ελληνικά
σαλεύω στα ισπανικά