lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σαλεύω στα πολωνική

Λέξη:
σαλεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (2):
poruszać, ruszać
Σχετικές λέξεις:
πολωνική σαλεύω, σαλεύω στα πολωνική, poruszać στα ελληνικά
σαλεύω στα πολωνική