lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δεσπόζω στα ισπανικά

Λέξη:
δεσπόζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ισπανικά
Μεταφράσεις (11):
controlar, dominar, gobernar, imperar, predominar, preponderar, prevalecer, prevaler, regir, reinar, remar
Σχετικές λέξεις:
ισπανικά δεσπόζω, θεσπίζω ορισμός, δεσπόζω συνώνυμα, δεσπόζω λεξικο, δεσπόζω ετυμολογία, δεσπόζω βικιλεξικο, δεσπόζω στα ισπανικά, controlar στα ελληνικά
δεσπόζω στα ισπανικά