lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δεσπόζω στα λιθουανική

Λέξη:
δεσπόζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-λιθουανική
Μεταφράσεις (2):
valdyti, viešpatauti
Σχετικές λέξεις:
λιθουανική δεσπόζω, θεσπίζω ορισμός, δεσπόζω συνώνυμα, δεσπόζω λεξικο, δεσπόζω ετυμολογία, δεσπόζω βικιλεξικο, δεσπόζω στα λιθουανική, valdyti στα ελληνικά
δεσπόζω στα λιθουανική