lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δεσπόζω στα ιταλικά

Λέξη:
δεσπόζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (9):
dominare, sovrastare, governare, padroneggiare, predominare, regnare, vigilare, prelevare, prevalere
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά δεσπόζω, θεσπίζω ορισμός, δεσπόζω συνώνυμα, δεσπόζω λεξικο, δεσπόζω ετυμολογία, δεσπόζω βικιλεξικο, δεσπόζω στα ιταλικά, dominare στα ελληνικά
δεσπόζω στα ιταλικά