lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δεσπόζω στα πορτογαλικά

Λέξη:
δεσπόζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (10):
dominar, predominar, fiscalizar, governar, imperar, reger, reinar, preponderar, prevalece, prevalecer
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά δεσπόζω, θεσπίζω ορισμός, δεσπόζω συνώνυμα, δεσπόζω λεξικο, δεσπόζω ετυμολογία, δεσπόζω βικιλεξικο, δεσπόζω στα πορτογαλικά, dominar στα ελληνικά
δεσπόζω στα πορτογαλικά