lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δεσπόζω στα ρωσικά

Λέξη:
δεσπόζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (11):
властвовать, возвышать, господствовать, доминировать, перевешивать, править, превалировать, преобладать, управлять, царить, царствовать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά δεσπόζω, θεσπίζω ορισμός, δεσπόζω συνώνυμα, δεσπόζω λεξικο, δεσπόζω ετυμολογία, δεσπόζω βικιλεξικο, δεσπόζω στα ρωσικά, властвовать στα ελληνικά
δεσπόζω στα ρωσικά