lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δεσπόζω στα νορβηγικά

Λέξη:
δεσπόζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (12):
beherska, beherske, dominere, dominert, eie, herske, kontroll, overhånd, regjere, rå, råda, styre
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά δεσπόζω, θεσπίζω ορισμός, δεσπόζω συνώνυμα, δεσπόζω λεξικο, δεσπόζω ετυμολογία, δεσπόζω βικιλεξικο, δεσπόζω στα νορβηγικά, beherska στα ελληνικά
δεσπόζω στα νορβηγικά