lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δεσπόζω στα αγγλικά

Λέξη:
δεσπόζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (17):
command, control, dominate, govern, obtain, outbalance, outweigh, overlook, overrule, overshadow, overweigh, predominate, preponderate, preside, prevail, reign, sway
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά δεσπόζω, θεσπίζω ορισμός, δεσπόζω συνώνυμα, δεσπόζω λεξικο, δεσπόζω ετυμολογία, δεσπόζω βικιλεξικο, δεσπόζω στα αγγλικά, command στα ελληνικά
δεσπόζω στα αγγλικά