lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γυαλίζω στα ιταλικά

Λέξη:
γυαλίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (10):
brillare, brunire, lampeggiare, levigare, lisciare, luccicare, lucidare, rilucere, risplendere, splendere
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά γυαλίζω, γυαλίζω στα ιταλικά, brillare στα ελληνικά
γυαλίζω στα ιταλικά