lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γυαλίζω στα δανική

Λέξη:
γυαλίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (11):
blinke, bone, flimre, glans, glimre, glimte, glitre, polere, prange, pudse, skinne
Σχετικές λέξεις:
δανική γυαλίζω, γυαλίζω στα δανική, blinke στα ελληνικά
γυαλίζω στα δανική