lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γυαλίζω στα πορτογαλικά

Λέξη:
γυαλίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (13):
alisar, brilhar, brunir, centelhas, fulgir, fulgurar, limar, luzir, polir, pulmonar, relampaguear, relembrar, resplandecer
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά γυαλίζω, γυαλίζω στα πορτογαλικά, alisar στα ελληνικά
γυαλίζω στα πορτογαλικά