lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γυαλίζω στα τσεχική

Λέξη:
γυαλίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (21):
hladit, hořet, jiskřit, leštit, mžikat, naleštit, osvítit, osvětlit, osvětlovat, pilovat, plápolat, svítit, třpytit, uhladit, urovnat, vybrousit, vyleštit, vypilovat, zasvitnout, zjemnit, zářit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική γυαλίζω, γυαλίζω στα τσεχική, hladit στα ελληνικά
γυαλίζω στα τσεχική