lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γυαλίζω στα λευκορωσίας

Λέξη:
γυαλίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (6):
бліскаць, ззяць, зіхацець, гладзіць, прасаваць, паліраваць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας γυαλίζω, γυαλίζω στα λευκορωσίας, бліскаць στα ελληνικά
γυαλίζω στα λευκορωσίας