lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γυαλίζω στα πολωνική

Λέξη:
γυαλίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (5):
błyszczeć, gładzić, lśnić, polerować, połyskiwać
Σχετικές λέξεις:
πολωνική γυαλίζω, γυαλίζω στα πολωνική, błyszczeć στα ελληνικά
γυαλίζω στα πολωνική