lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κανονίζω στα ιταλικά

Λέξη:
κανονίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (8):
registrare, regolare, combinare, conciliare, ordinare, provvedere, sbrigare, sistemare
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά κανονίζω, κανονίζω συνώνυμα, κανονίζω ραντεβού, κανονίζω αγγλικα, κανονίζω slang, κανονίζω στα ιταλικά, registrare στα ελληνικά
κανονίζω στα ιταλικά