lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κανονίζω στα ισπανικά

Λέξη:
κανονίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ισπανικά
Μεταφράσεις (7):
ajustar, arreglar, canalizar, reglamentar, regular, abonar, despachar
Σχετικές λέξεις:
ισπανικά κανονίζω, κανονίζω συνώνυμα, κανονίζω ραντεβού, κανονίζω αγγλικα, κανονίζω slang, κανονίζω στα ισπανικά, ajustar στα ελληνικά
κανονίζω στα ισπανικά