lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κανονίζω στα νορβηγικά

Λέξη:
κανονίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (8):
betale, justere, normere, reglers, regulere, avgjøre, utligne, hand
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά κανονίζω, κανονίζω συνώνυμα, κανονίζω ραντεβού, κανονίζω αγγλικα, κανονίζω slang, κανονίζω στα νορβηγικά, betale στα ελληνικά
κανονίζω στα νορβηγικά