lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κανονίζω στα πορτογαλικά

Λέξη:
κανονίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (8):
ajustar, regular, regularizar, arrancar, arranjar, arregala, arrumar, despachar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά κανονίζω, κανονίζω συνώνυμα, κανονίζω ραντεβού, κανονίζω αγγλικα, κανονίζω slang, κανονίζω στα πορτογαλικά, ajustar στα ελληνικά
κανονίζω στα πορτογαλικά