lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κανονίζω στα φινλανδικά

Λέξη:
κανονίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (1):
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά κανονίζω, κανονίζω συνώνυμα, κανονίζω ραντεβού, κανονίζω αγγλικα, κανονίζω slang, κανονίζω στα φινλανδικά, järjestää στα ελληνικά
κανονίζω στα φινλανδικά